- κλεμπσιέλα
- ηιατρ. γένος βακτηρίων τής οικογένειας τών εντεροβακτηριοειδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευμονοβακτηριαιμία — η, Ν παλαιότερη ονομασία γενικής λοίμωξης που οφείλεται στην είσοδο τού βακτηριδίου κλεμπσιέλα στο αίμα και στη μεταφορά του σε διάφορα ὁργανα … Dictionary of Greek
πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… … Dictionary of Greek